Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποπανοποιέω
ποπανοποιός
ποπανώδης
Ποπίλιος
Πόπιος
Πόπλιος
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
πόππυσμα
ποππυσμός
πορ
πορδάλεος
πόρδαλις
πορδή
πορδῶ
πόρδων
πορεία
πορεῖν
πορεῖον
πορενβῆκις
View word page
ποππυσμός
a whistling

ShortDef

a whistling

Debugging

Headword:
ποππυσμός
Headword (normalized):
ποππυσμός
Headword (normalized/stripped):
ποππυσμος
IDX:
72258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72259
Key:

Data

{'content': 'a whistling'}