Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πόπανον
ποπανοποιέω
ποπανοποιός
ποπανώδης
Ποπίλιος
Πόπιος
Πόπλιος
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
πόππυσμα
ποππυσμός
πορ
πορδάλεος
πόρδαλις
πορδή
πορδῶ
πόρδων
πορεία
πορεῖν
πορεῖον
View word page
πόππυσμα
smacking of lips, clucking
ShortDef
smacking of lips, clucking
Debugging
Headword:
πόππυσμα
Headword (normalized):
πόππυσμα
Headword (normalized/stripped):
ποππυσμα
IDX:
72257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72258
Key:
Data
{'content': 'smacking of lips, clucking'}