Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποπανεῖον
πόπανον
ποπανοποιέω
ποπανοποιός
ποπανώδης
Ποπίλιος
Πόπιος
Πόπλιος
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
πόππυσμα
ποππυσμός
πορ
πορδάλεος
πόρδαλις
πορδή
πορδῶ
πόρδων
πορεία
πορεῖν
View word page
ποππύζω
to whistle, cheep

ShortDef

to whistle, cheep

Debugging

Headword:
ποππύζω
Headword (normalized):
ποππύζω
Headword (normalized/stripped):
ποππυζω
IDX:
72256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72257
Key:

Data

{'content': 'to whistle, cheep'}