Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ποπαίδιος
ποπανεῖον
πόπανον
ποπανοποιέω
ποπανοποιός
ποπανώδης
Ποπίλιος
Πόπιος
Πόπλιος
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
πόππυσμα
ποππυσμός
πορ
πορδάλεος
πόρδαλις
πορδή
πορδῶ
πόρδων
πορεία
View word page
ποποποῖ
cry of the hoopoe

ShortDef

cry of the hoopoe

Debugging

Headword:
ποποποῖ
Headword (normalized):
ποποποῖ
Headword (normalized/stripped):
ποποποι
IDX:
72255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72256
Key:

Data

{'content': 'cry of the hoopoe'}