Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόντωσις
Ποπαίδιος
ποπανεῖον
πόπανον
ποπανοποιέω
ποπανοποιός
ποπανώδης
Ποπίλιος
Πόπιος
Πόπλιος
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
πόππυσμα
ποππυσμός
πορ
πορδάλεος
πόρδαλις
πορδή
πορδῶ
πόρδων
View word page
πόποι
oh strange! oh shame!

ShortDef

oh strange! oh shame!

Debugging

Headword:
πόποι
Headword (normalized):
πόποι
Headword (normalized/stripped):
ποποι
IDX:
72254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72255
Key:

Data

{'content': 'oh strange! oh shame!'}