Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόντος
ποντοτίνακτος
ποντοχάρυβδις
ποντόω
πόντωσις
Ποπαίδιος
ποπανεῖον
πόπανον
ποπανοποιέω
ποπανοποιός
ποπανώδης
Ποπίλιος
Πόπιος
Πόπλιος
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
πόππυσμα
ποππυσμός
πορ
πορδάλεος
View word page
ποπανώδης
ike a πόπανον

ShortDef

ike a πόπανον

Debugging

Headword:
ποπανώδης
Headword (normalized):
ποπανώδης
Headword (normalized/stripped):
ποπανωδης
IDX:
72250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72251
Key:

Data

{'content': 'ike a πόπανον'}