Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πόντος
πόντος
ποντοτίνακτος
ποντοχάρυβδις
ποντόω
πόντωσις
Ποπαίδιος
ποπανεῖον
πόπανον
ποπανοποιέω
ποπανοποιός
ποπανώδης
Ποπίλιος
Πόπιος
Πόπλιος
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
πόππυσμα
ποππυσμός
πορ
View word page
ποπανοποιός
making cakes
ShortDef
making cakes
Debugging
Headword:
ποπανοποιός
Headword (normalized):
ποπανοποιός
Headword (normalized/stripped):
ποπανοποιος
IDX:
72249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72250
Key:
Data
{'content': 'making cakes'}