Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεξίκμαστος
ἀνεξίλαστος
ἀνεξιόομαι
ἀνεξίτηλος
ἀνεξίτητος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνεξόδευτος
ἀνεξοδίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέξοιστος
ἀνεξούσιος
ἀνεορτάζω
ἀνεόρταστος
ἀνέορτος
ἀνεπάγγελτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπάϊστος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνεπαιτίατος
ἀνέπακτος
ἀνεπάλλακτος
View word page
ἀνεξούσιος
without power

ShortDef

without power

Debugging

Headword:
ἀνεξούσιος
Headword (normalized):
ἀνεξούσιος
Headword (normalized/stripped):
ανεξουσιος
IDX:
7224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7225
Key:

Data

{'content': 'without power'}