Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποντοπορέω
ποντοπόρος
Ποντοποσειδῶν
Πόντος
πόντος
ποντοτίνακτος
ποντοχάρυβδις
ποντόω
πόντωσις
Ποπαίδιος
ποπανεῖον
πόπανον
ποπανοποιέω
ποπανοποιός
ποπανώδης
Ποπίλιος
Πόπιος
Πόπλιος
πόποι
ποποποῖ
ποππύζω
View word page
ποπανεῖον
panificium

ShortDef

panificium

Debugging

Headword:
ποπανεῖον
Headword (normalized):
ποπανεῖον
Headword (normalized/stripped):
ποπανειον
IDX:
72246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72247
Key:

Data

{'content': 'panificium'}