Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεξικακία
ἀνεξίκακος
ἀνεξίκμαστος
ἀνεξίλαστος
ἀνεξιόομαι
ἀνεξίτηλος
ἀνεξίτητος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνεξόδευτος
ἀνεξοδίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέξοιστος
ἀνεξούσιος
ἀνεορτάζω
ἀνεόρταστος
ἀνέορτος
ἀνεπάγγελτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπάϊστος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνεπαιτίατος
View word page
ἀνέξοδος
with no outlet, allowing no return

ShortDef

with no outlet, allowing no return

Debugging

Headword:
ἀνέξοδος
Headword (normalized):
ἀνέξοδος
Headword (normalized/stripped):
ανεξοδος
IDX:
7222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7223
Key:

Data

{'content': 'with no outlet, allowing no return'}