Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόντιος
πόντισμα
ποντιστής
ποντιφεξ
ποντοβαφής
ποντόβροχος
ποντογενής
ποντόθεν
ποντοθήρης
ποντοκράτωρ
ποντοκύκη
ποντομέδων
ποντοναύτης
πόντονδε
Ποντόνοος
ποντοπαγής
ποντοπλάνητος
Ποντοπόρεια
ποντοπορεύω
ποντοπορέω
ποντοπόρος
View word page
ποντοκύκη
woman who disturbs the sea

ShortDef

woman who disturbs the sea

Debugging

Headword:
ποντοκύκη
Headword (normalized):
ποντοκύκη
Headword (normalized/stripped):
ποντοκυκη
IDX:
72227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72228
Key:

Data

{'content': 'woman who disturbs the sea'}