Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ποντικός
ποντίλιον
πόντιος
πόντισμα
ποντιστής
ποντιφεξ
ποντοβαφής
ποντόβροχος
ποντογενής
ποντόθεν
ποντοθήρης
ποντοκράτωρ
ποντοκύκη
ποντομέδων
ποντοναύτης
πόντονδε
Ποντόνοος
ποντοπαγής
ποντοπλάνητος
Ποντοπόρεια
ποντοπορεύω
View word page
ποντοθήρης
one who fishes in the sea
ShortDef
one who fishes in the sea
Debugging
Headword:
ποντοθήρης
Headword (normalized):
ποντοθήρης
Headword (normalized/stripped):
ποντοθηρης
IDX:
72225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72226
Key:
Data
{'content': 'one who fishes in the sea'}