Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πονικός
πονόεις
πονοπαίκτωρ
πόνος
πονοψυχία
Πονταρχέω
Ποντάρχης
Πονταρχία
Ποντεύς
ποντίζω
Ποντικός
ποντίλιον
πόντιος
πόντισμα
ποντιστής
ποντιφεξ
ποντοβαφής
ποντόβροχος
ποντογενής
ποντόθεν
ποντοθήρης
View word page
Ποντικός
from Pontus, Pontic

ShortDef

from Pontus, Pontic

Debugging

Headword:
Ποντικός
Headword (normalized):
ποντικός
Headword (normalized/stripped):
ποντικος
IDX:
72215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72216
Key:

Data

{'content': 'from Pontus, Pontic'}