Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πονητικός
πονικός
πονόεις
πονοπαίκτωρ
πόνος
πονοψυχία
Πονταρχέω
Ποντάρχης
Πονταρχία
Ποντεύς
ποντίζω
Ποντικός
ποντίλιον
πόντιος
πόντισμα
ποντιστής
ποντιφεξ
ποντοβαφής
ποντόβροχος
ποντογενής
ποντόθεν
View word page
ποντίζω
to plunge in the sea

ShortDef

to plunge in the sea

Debugging

Headword:
ποντίζω
Headword (normalized):
ποντίζω
Headword (normalized/stripped):
ποντιζω
IDX:
72214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72215
Key:

Data

{'content': 'to plunge in the sea'}