Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πονητέος
πονητικός
πονικός
πονόεις
πονοπαίκτωρ
πόνος
πονοψυχία
Πονταρχέω
Ποντάρχης
Πονταρχία
Ποντεύς
ποντίζω
Ποντικός
ποντίλιον
πόντιος
πόντισμα
ποντιστής
ποντιφεξ
ποντοβαφής
ποντόβροχος
ποντογενής
View word page
Ποντεύς
Ponteus
ShortDef
Ponteus
Debugging
Headword:
Ποντεύς
Headword (normalized):
ποντεύς
Headword (normalized/stripped):
ποντευς
IDX:
72213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72214
Key:
Data
{'content': 'Ponteus'}