Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πονητέον
πονητέος
πονητικός
πονικός
πονόεις
πονοπαίκτωρ
πόνος
πονοψυχία
Πονταρχέω
Ποντάρχης
Πονταρχία
Ποντεύς
ποντίζω
Ποντικός
ποντίλιον
πόντιος
πόντισμα
ποντιστής
ποντιφεξ
ποντοβαφής
ποντόβροχος
View word page
Πονταρχία
office of Ποντάρχης

ShortDef

office of Ποντάρχης

Debugging

Headword:
Πονταρχία
Headword (normalized):
πονταρχία
Headword (normalized/stripped):
πονταρχια
IDX:
72212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72213
Key:

Data

{'content': 'office of Ποντάρχης'}