Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πονηρόψυχος
πόνησις
πονητέον
πονητέος
πονητικός
πονικός
πονόεις
πονοπαίκτωρ
πόνος
πονοψυχία
Πονταρχέω
Ποντάρχης
Πονταρχία
Ποντεύς
ποντίζω
Ποντικός
ποντίλιον
πόντιος
πόντισμα
ποντιστής
ποντιφεξ
View word page
Πονταρχέω
hold office of Ποντάρχης

ShortDef

hold office of Ποντάρχης

Debugging

Headword:
Πονταρχέω
Headword (normalized):
πονταρχέω
Headword (normalized/stripped):
πονταρχεω
IDX:
72210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72211
Key:

Data

{'content': 'hold office of Ποντάρχης'}