Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πονηρόφιλος
πονηρόψυχος
πόνησις
πονητέον
πονητέος
πονητικός
πονικός
πονόεις
πονοπαίκτωρ
πόνος
πονοψυχία
Πονταρχέω
Ποντάρχης
Πονταρχία
Ποντεύς
ποντίζω
Ποντικός
ποντίλιον
πόντιος
πόντισμα
ποντιστής
View word page
πονοψυχία
distress of soul

ShortDef

distress of soul

Debugging

Headword:
πονοψυχία
Headword (normalized):
πονοψυχία
Headword (normalized/stripped):
πονοψυχια
IDX:
72209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72210
Key:

Data

{'content': 'distress of soul'}