Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεξία
ἀνεξικακέω
ἀνεξικακία
ἀνεξίκακος
ἀνεξίκμαστος
ἀνεξίλαστος
ἀνεξιόομαι
ἀνεξίτηλος
ἀνεξίτητος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνεξόδευτος
ἀνεξοδίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέξοιστος
ἀνεξούσιος
ἀνεορτάζω
ἀνεόρταστος
ἀνέορτος
ἀνεπάγγελτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπάϊστος
View word page
ἀνεξόδευτος
with no issue

ShortDef

with no issue

Debugging

Headword:
ἀνεξόδευτος
Headword (normalized):
ἀνεξόδευτος
Headword (normalized/stripped):
ανεξοδευτος
IDX:
7220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7221
Key:

Data

{'content': 'with no issue'}