Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πονηρόφθαλμος
πονηρόφιλος
πονηρόψυχος
πόνησις
πονητέον
πονητέος
πονητικός
πονικός
πονόεις
πονοπαίκτωρ
πόνος
πονοψυχία
Πονταρχέω
Ποντάρχης
Πονταρχία
Ποντεύς
ποντίζω
Ποντικός
ποντίλιον
πόντιος
πόντισμα
View word page
πόνος
work

ShortDef

work

Debugging

Headword:
πόνος
Headword (normalized):
πόνος
Headword (normalized/stripped):
πονος
IDX:
72208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72209
Key:

Data

{'content': 'work'}