Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πονηρός
πονηρόφθαλμος
πονηρόφιλος
πονηρόψυχος
πόνησις
πονητέον
πονητέος
πονητικός
πονικός
πονόεις
πονοπαίκτωρ
πόνος
πονοψυχία
Πονταρχέω
Ποντάρχης
Πονταρχία
Ποντεύς
ποντίζω
Ποντικός
ποντίλιον
πόντιος
View word page
πονοπαίκτωρ
one that sports with danger
ShortDef
one that sports with danger
Debugging
Headword:
πονοπαίκτωρ
Headword (normalized):
πονοπαίκτωρ
Headword (normalized/stripped):
πονοπαικτωρ
IDX:
72207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72208
Key:
Data
{'content': 'one that sports with danger'}