Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πονηρόπολις
πονηρός
πονηρόφθαλμος
πονηρόφιλος
πονηρόψυχος
πόνησις
πονητέον
πονητέος
πονητικός
πονικός
πονόεις
πονοπαίκτωρ
πόνος
πονοψυχία
Πονταρχέω
Ποντάρχης
Πονταρχία
Ποντεύς
ποντίζω
Ποντικός
ποντίλιον
View word page
πονόεις
toilsome

ShortDef

toilsome

Debugging

Headword:
πονόεις
Headword (normalized):
πονόεις
Headword (normalized/stripped):
πονοεις
IDX:
72206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72207
Key:

Data

{'content': 'toilsome'}