Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πονηρολογία
Πονηρόπολις
πονηρός
πονηρόφθαλμος
πονηρόφιλος
πονηρόψυχος
πόνησις
πονητέον
πονητέος
πονητικός
πονικός
πονόεις
πονοπαίκτωρ
πόνος
πονοψυχία
Πονταρχέω
Ποντάρχης
Πονταρχία
Ποντεύς
ποντίζω
Ποντικός
View word page
πονικός
toilsome, hard-working

ShortDef

toilsome, hard-working

Debugging

Headword:
πονικός
Headword (normalized):
πονικός
Headword (normalized/stripped):
πονικος
IDX:
72205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72206
Key:

Data

{'content': 'toilsome, hard-working'}