Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πονηροκρατία
πονηρολογία
Πονηρόπολις
πονηρός
πονηρόφθαλμος
πονηρόφιλος
πονηρόψυχος
πόνησις
πονητέον
πονητέος
πονητικός
πονικός
πονόεις
πονοπαίκτωρ
πόνος
πονοψυχία
Πονταρχέω
Ποντάρχης
Πονταρχία
Ποντεύς
ποντίζω
View word page
πονητικός
laborious

ShortDef

laborious

Debugging

Headword:
πονητικός
Headword (normalized):
πονητικός
Headword (normalized/stripped):
πονητικος
IDX:
72204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72205
Key:

Data

{'content': 'laborious'}