Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πονηροκάρδιος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρολογία
Πονηρόπολις
πονηρός
πονηρόφθαλμος
πονηρόφιλος
πονηρόψυχος
πόνησις
πονητέον
πονητέος
πονητικός
πονικός
πονόεις
πονοπαίκτωρ
πόνος
πονοψυχία
Πονταρχέω
Ποντάρχης
Πονταρχία
View word page
πονητέον
one must toil
ShortDef
one must toil
Debugging
Headword:
πονητέον
Headword (normalized):
πονητέον
Headword (normalized/stripped):
πονητεον
IDX:
72202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72203
Key:
Data
{'content': 'one must toil'}