Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκάρδιος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρολογία
Πονηρόπολις
πονηρός
πονηρόφθαλμος
πονηρόφιλος
πονηρόψυχος
πόνησις
πονητέον
πονητέος
πονητικός
πονικός
πονόεις
πονοπαίκτωρ
πόνος
πονοψυχία
View word page
πονηρόφιλος
fond of bad men

ShortDef

fond of bad men

Debugging

Headword:
πονηρόφιλος
Headword (normalized):
πονηρόφιλος
Headword (normalized/stripped):
πονηροφιλος
IDX:
72199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72200
Key:

Data

{'content': 'fond of bad men'}