Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεξήγητος
ἀνεξία
ἀνεξικακέω
ἀνεξικακία
ἀνεξίκακος
ἀνεξίκμαστος
ἀνεξίλαστος
ἀνεξιόομαι
ἀνεξίτηλος
ἀνεξίτητος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνεξόδευτος
ἀνεξοδίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέξοιστος
ἀνεξούσιος
ἀνεορτάζω
ἀνεόρταστος
ἀνέορτος
ἀνεπάγγελτος
ἀνεπαίσθητος
View word page
ἀνεξιχνίαστος
not to be traced, unsearchable, inscrutable
ShortDef
not to be traced, unsearchable, inscrutable
Debugging
Headword:
ἀνεξιχνίαστος
Headword (normalized):
ἀνεξιχνίαστος
Headword (normalized/stripped):
ανεξιχνιαστος
IDX:
7219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7220
Key:
Data
{'content': 'not to be traced, unsearchable, inscrutable'}