Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγρεύσιμος
ἄγρευσις
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρευτός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
ἀγριάς
ἀγριαχράς
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύω
View word page
ἀγρηνόν
net

ShortDef

net

Debugging

Headword:
ἀγρηνόν
Headword (normalized):
ἀγρηνόν
Headword (normalized/stripped):
αγρηνον
IDX:
721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-722
Key:

Data

{'content': 'net'}