Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκάρδιος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρολογία
Πονηρόπολις
πονηρός
πονηρόφθαλμος
πονηρόφιλος
πονηρόψυχος
πόνησις
πονητέον
πονητέος
πονητικός
πονικός
πονόεις
πονοπαίκτωρ
πόνος
View word page
πονηρόφθαλμος
with evil
ShortDef
with evil
Debugging
Headword:
πονηρόφθαλμος
Headword (normalized):
πονηρόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
πονηροφθαλμος
IDX:
72198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72199
Key:
Data
{'content': 'with evil'}