Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκάρδιος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρολογία
Πονηρόπολις
πονηρός
πονηρόφθαλμος
πονηρόφιλος
πονηρόψυχος
πόνησις
πονητέον
πονητέος
πονητικός
πονικός
πονόεις
πονοπαίκτωρ
View word page
πονηρός
toilsome, painful, grievous

ShortDef

toilsome, painful, grievous

Debugging

Headword:
πονηρός
Headword (normalized):
πονηρός
Headword (normalized/stripped):
πονηρος
IDX:
72197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72198
Key:

Data

{'content': 'toilsome, painful, grievous'}