Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πομφολύζω
πομφόλυξ
πομφός
πονέομαι
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκάρδιος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρολογία
Πονηρόπολις
πονηρός
πονηρόφθαλμος
πονηρόφιλος
πονηρόψυχος
πόνησις
πονητέον
View word page
πονηροκάρδιος
bad-hearted

ShortDef

bad-hearted

Debugging

Headword:
πονηροκάρδιος
Headword (normalized):
πονηροκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
πονηροκαρδιος
IDX:
72192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72193
Key:

Data

{'content': 'bad-hearted'}