Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πομφολυγώδης
πομφολυγωτός
πομφολύζω
πομφόλυξ
πομφός
πονέομαι
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκάρδιος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρολογία
Πονηρόπολις
πονηρός
πονηρόφθαλμος
πονηρόφιλος
πονηρόψυχος
View word page
πονηρία
a bad state

ShortDef

a bad state

Debugging

Headword:
πονηρία
Headword (normalized):
πονηρία
Headword (normalized/stripped):
πονηρια
IDX:
72190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72191
Key:

Data

{'content': 'a bad state'}