Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πομφολυγόω
πομφολυγώδης
πομφολυγωτός
πομφολύζω
πομφόλυξ
πομφός
πονέομαι
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκάρδιος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρολογία
Πονηρόπολις
πονηρός
πονηρόφθαλμος
πονηρόφιλος
View word page
πονηρεύομαι
to be evil, act wickedly, play the rogue

ShortDef

to be evil, act wickedly, play the rogue

Debugging

Headword:
πονηρεύομαι
Headword (normalized):
πονηρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
πονηρευομαι
IDX:
72189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72190
Key:

Data

{'content': 'to be evil, act wickedly, play the rogue'}