Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεξεύρετος
ἀνεξήγητος
ἀνεξία
ἀνεξικακέω
ἀνεξικακία
ἀνεξίκακος
ἀνεξίκμαστος
ἀνεξίλαστος
ἀνεξιόομαι
ἀνεξίτηλος
ἀνεξίτητος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνεξόδευτος
ἀνεξοδίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέξοιστος
ἀνεξούσιος
ἀνεορτάζω
ἀνεόρταστος
ἀνέορτος
ἀνεπάγγελτος
View word page
ἀνεξίτητος
with no outlet: inevitable

ShortDef

with no outlet: inevitable

Debugging

Headword:
ἀνεξίτητος
Headword (normalized):
ἀνεξίτητος
Headword (normalized/stripped):
ανεξιτητος
IDX:
7218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7219
Key:

Data

{'content': 'with no outlet: inevitable'}