Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πομφολυγοπάφλασμα
πομφολυγόω
πομφολυγώδης
πομφολυγωτός
πομφολύζω
πομφόλυξ
πομφός
πονέομαι
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκάρδιος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρολογία
Πονηρόπολις
πονηρός
πονηρόφθαλμος
View word page
πονήρευμα
a knavish trick

ShortDef

a knavish trick

Debugging

Headword:
πονήρευμα
Headword (normalized):
πονήρευμα
Headword (normalized/stripped):
πονηρευμα
IDX:
72188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72189
Key:

Data

{'content': 'a knavish trick'}