Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πομφολυγίζω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολυγόω
πομφολυγώδης
πομφολυγωτός
πομφολύζω
πομφόλυξ
πομφός
πονέομαι
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκάρδιος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρολογία
Πονηρόπολις
πονηρός
View word page
πόνημα
that which is wrought out, work

ShortDef

that which is wrought out, work

Debugging

Headword:
πόνημα
Headword (normalized):
πόνημα
Headword (normalized/stripped):
πονημα
IDX:
72187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72188
Key:

Data

{'content': 'that which is wrought out, work'}