Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πομφολυγηρόν
πομφολυγίζω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολυγόω
πομφολυγώδης
πομφολυγωτός
πομφολύζω
πομφόλυξ
πομφός
πονέομαι
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκάρδιος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρολογία
Πονηρόπολις
View word page
πονέω
to work hard, do work, suffer toil
ShortDef
to work hard, do work, suffer toil
Debugging
Headword:
πονέω
Headword (normalized):
πονέω
Headword (normalized/stripped):
πονεω
IDX:
72186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72187
Key:
Data
{'content': 'to work hard, do work, suffer toil'}