Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πόμπιος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγηρόν
πομφολυγίζω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολυγόω
πομφολυγώδης
πομφολυγωτός
πομφολύζω
πομφόλυξ
πομφός
πονέομαι
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκάρδιος
πονηροκρατέομαι
View word page
πομφόλυξ
a bubble
ShortDef
a bubble
Debugging
Headword:
πομφόλυξ
Headword (normalized):
πομφόλυξ
Headword (normalized/stripped):
πομφολυξ
IDX:
72183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72184
Key:
Data
{'content': 'a bubble'}