Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόμπιμος
πόμπιος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγηρόν
πομφολυγίζω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολυγόω
πομφολυγώδης
πομφολυγωτός
πομφολύζω
πομφόλυξ
πομφός
πονέομαι
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκάρδιος
View word page
πομφολύζω
to bubble up, gush forth

ShortDef

to bubble up, gush forth

Debugging

Headword:
πομφολύζω
Headword (normalized):
πομφολύζω
Headword (normalized/stripped):
πομφολυζω
IDX:
72182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72183
Key:

Data

{'content': 'to bubble up, gush forth'}