Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πομπίλος
πόμπιμος
πόμπιος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγηρόν
πομφολυγίζω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολυγόω
πομφολυγώδης
πομφολυγωτός
πομφολύζω
πομφόλυξ
πομφός
πονέομαι
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
View word page
πομφολυγωτός
provided with

ShortDef

provided with

Debugging

Headword:
πομφολυγωτός
Headword (normalized):
πομφολυγωτός
Headword (normalized/stripped):
πομφολυγωτος
IDX:
72181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72182
Key:

Data

{'content': 'provided with'}