Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πομπικός
Πομπίλιος
πομπίλος
πόμπιμος
πόμπιος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγηρόν
πομφολυγίζω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολυγόω
πομφολυγώδης
πομφολυγωτός
πομφολύζω
πομφόλυξ
πομφός
πονέομαι
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
View word page
πομφολυγόω
cause to bubble

ShortDef

cause to bubble

Debugging

Headword:
πομφολυγόω
Headword (normalized):
πομφολυγόω
Headword (normalized/stripped):
πομφολυγοω
IDX:
72179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72180
Key:

Data

{'content': 'cause to bubble'}