Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξήγητος
ἀνεξία
ἀνεξικακέω
ἀνεξικακία
ἀνεξίκακος
ἀνεξίκμαστος
ἀνεξίλαστος
ἀνεξιόομαι
ἀνεξίτηλος
ἀνεξίτητος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνεξόδευτος
ἀνεξοδίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέξοιστος
ἀνεξούσιος
ἀνεορτάζω
ἀνεόρταστος
ἀνέορτος
View word page
ἀνεξίτηλος
indelible

ShortDef

indelible

Debugging

Headword:
ἀνεξίτηλος
Headword (normalized):
ἀνεξίτηλος
Headword (normalized/stripped):
ανεξιτηλος
IDX:
7217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7218
Key:

Data

{'content': 'indelible'}