Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πομπευτικός
πομπεύω
πομπή
Πομπήιος
πομπικός
Πομπίλιος
πομπίλος
πόμπιμος
πόμπιος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγηρόν
πομφολυγίζω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολυγόω
πομφολυγώδης
πομφολυγωτός
πομφολύζω
πομφόλυξ
πομφός
πονέομαι
View word page
πομποστολέω
to lead in procession

ShortDef

to lead in procession

Debugging

Headword:
πομποστολέω
Headword (normalized):
πομποστολέω
Headword (normalized/stripped):
πομποστολεω
IDX:
72175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72176
Key:

Data

{'content': 'to lead in procession'}