Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πομπευτής
πομπευτικός
πομπεύω
πομπή
Πομπήιος
πομπικός
Πομπίλιος
πομπίλος
πόμπιμος
πόμπιος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγηρόν
πομφολυγίζω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολυγόω
πομφολυγώδης
πομφολυγωτός
πομφολύζω
πομφόλυξ
πομφός
View word page
πομπός
a conductor, escort, guide
ShortDef
a conductor, escort, guide
Debugging
Headword:
πομπός
Headword (normalized):
πομπός
Headword (normalized/stripped):
πομπος
IDX:
72174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72175
Key:
Data
{'content': 'a conductor, escort, guide'}