Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πομπαγωγία
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πόμπευσις
πομπευτήριος
πομπευτής
πομπευτικός
πομπεύω
πομπή
Πομπήιος
πομπικός
Πομπίλιος
πομπίλος
πόμπιμος
πόμπιος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγηρόν
πομφολυγίζω
View word page
πομπή
conduct, escort, guidance
ShortDef
conduct, escort, guidance
Debugging
Headword:
πομπή
Headword (normalized):
πομπή
Headword (normalized/stripped):
πομπη
IDX:
72167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72168
Key:
Data
{'content': 'conduct, escort, guidance'}