Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πομπά
πομπαγωγία
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πόμπευσις
πομπευτήριος
πομπευτής
πομπευτικός
πομπεύω
πομπή
Πομπήιος
πομπικός
Πομπίλιος
πομπίλος
πόμπιμος
πόμπιος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγηρόν
View word page
πομπεύω
to conduct, escort

ShortDef

to conduct, escort

Debugging

Headword:
πομπεύω
Headword (normalized):
πομπεύω
Headword (normalized/stripped):
πομπευω
IDX:
72166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72167
Key:

Data

{'content': 'to conduct, escort'}