Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύωτος
πολυωφελής
πολφός
πολφοφάκη
πομπά
πομπαγωγία
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πόμπευσις
πομπευτήριος
πομπευτής
πομπευτικός
πομπεύω
πομπή
Πομπήιος
πομπικός
Πομπίλιος
πομπίλος
πόμπιμος
View word page
πόμπευσις
procession
ShortDef
procession
Debugging
Headword:
πόμπευσις
Headword (normalized):
πόμπευσις
Headword (normalized/stripped):
πομπευσις
IDX:
72162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72163
Key:
Data
{'content': 'procession'}