Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυώροφος
πολύωτος
πολυωφελής
πολφός
πολφοφάκη
πομπά
πομπαγωγία
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πόμπευσις
πομπευτήριος
πομπευτής
πομπευτικός
πομπεύω
πομπή
Πομπήιος
πομπικός
Πομπίλιος
πομπίλος
View word page
πομπεύς
one who attends

ShortDef

one who attends

Debugging

Headword:
πομπεύς
Headword (normalized):
πομπεύς
Headword (normalized/stripped):
πομπευς
IDX:
72161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72162
Key:

Data

{'content': 'one who attends'}