Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυωρία
πολύωρος
πολυώροφος
πολύωτος
πολυωφελής
πολφός
πολφοφάκη
πομπά
πομπαγωγία
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πόμπευσις
πομπευτήριος
πομπευτής
πομπευτικός
πομπεύω
πομπή
Πομπήιος
πομπικός
View word page
πομπεία
a leading in procession

ShortDef

a leading in procession

Debugging

Headword:
πομπεία
Headword (normalized):
πομπεία
Headword (normalized/stripped):
πομπεια
IDX:
72159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72160
Key:

Data

{'content': 'a leading in procession'}