Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεξέργαστος
ἀνεξερεύνητος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξήγητος
ἀνεξία
ἀνεξικακέω
ἀνεξικακία
ἀνεξίκακος
ἀνεξίκμαστος
ἀνεξίλαστος
ἀνεξιόομαι
ἀνεξίτηλος
ἀνεξίτητος
ἀνεξιχνίαστος
ἀνεξόδευτος
ἀνεξοδίαστος
ἀνέξοδος
ἀνέξοιστος
ἀνεξούσιος
ἀνεορτάζω
View word page
ἀνεξίλαστος
implacable

ShortDef

implacable

Debugging

Headword:
ἀνεξίλαστος
Headword (normalized):
ἀνεξίλαστος
Headword (normalized/stripped):
ανεξιλαστος
IDX:
7215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7216
Key:

Data

{'content': 'implacable'}